- τελεσιουργώ
- -έω, ΜΑ [τελεσιουργός]1. γεννώ τέλειο νεογνό, με κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας2. αποτελειώνω, ολοκληρώνω3. καθιστώ αποτελεσματικό κάτι4. τελώ θυσία, λατρεία, τελετή(αρχ) μέσ. τελεσιουργοῡμαι, -έομαισυντελούμαι, ολοκληρώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.